καθιδρώ

καθιδρώ
καθιδρῶ, -όω (AM) [κάθιδρος]
(επιτατ. τού ιδρώ, -όω) είμαι καταϊδρωμένος, ιδρώνω πολύ, λούζομαι στον ιδρώτα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”